τεκμηριώνω

τεκμηριώνω
τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, -όομαι, ΜΑ [τεκμήριον]
αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.)
νεοελλ.
(το γ' εν. πρόσ. ενεστ.) τεκμηριώνεται
συνάγεται ως συμπέρασμα, συμπεραίνεται βάσει τεκμηρίων
μσν.
τεκμαίρομαι, συμπεραίνω, εικάζω
αρχ.
κάνω διάγνωση νόσου με βάση ορισμένα συμπτώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεκμηριώνω — τεκμηριώνω, τεκμηρίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τεκμηριώνω — τεκμηρίωσα, τεκμηριώθηκα, τεκμηριωμένος, αποδείχνω με τεκμήρια, με αποδείξεις: Η ενοχή του τεκμηριώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντοκουμεντάρω — τεκμηριώνω, στηρίζω τη γνώμη μου ή την άποψη μου σε ντοκουμέντα, αποδεικνύω κάτι με ντοκουμέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. documentare «υποστηρίζω εγγράφως, τεκμηριώνω»] …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ντεσπουτάρω — (Μ) 1. συζητώ, εκθέτω τις απόψεις μου σχετικά με ένα θέμα και τίς τεκμηριώνω με επιχειρήματα 2. μιλώ, αγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputar < λατ. disputo «σκέπτομαι, συζητώ για ένα θέμα»] …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριωτικός — ή, ό, Ν [τεκμηριώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεκμηρίωση ή αυτός που τεκμηριώνει (α. «τεκμηριωτική εργασία» β. «τεκμηριωτική ανάλυση») 2. φρ. «πρωτογενής τεκμηριωτική εργασία» (πληροφ.) η κατάρτιση για λογαριασμό ορισμένου χρήστη… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριώ — όω, ΜΑ βλ. τεκμηριώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”